- γιορτιάτικος
- η , ο праздничный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορτιάτικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε γιορτές: Γιορτιάτικο φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιορτινός — ή, ό 1. γιορτιάτικος: Φόρεσε τα γιορτινά της. 2. γιορταστικός: Γιορτινή ατμόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εορτάσιμος — η, ο 1. που αξίζει να γιορταστεί, που πρέπει να πανηγυριστεί με γιορτές: Εορτάσιμη επέτειος. 2. ο κατάλληλος για εορτασμό, γιορτιάτικος, γιορτινός: Το ντύσιμό του είναι εορτάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)